- οἰκιέων
- οἰκίαbuildingfem gen pl (epic ionic)οἰκίζωfound as a colonyfut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
τριώροφος — η, ο / τριώροφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο σπίτι με τρία πατώματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek